- κατῆλιψ
- κατῆλιψ, ῐφος, ἡ, variously expld. asA ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… … Dictionary of Greek
κατῆλιψ — ladder fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήλιφ' — κατή̱λιφα , κατῆλιψ ladder fem acc sg κατή̱λιφι , κατῆλιψ ladder fem dat sg κατή̱λιφε , κατῆλιψ ladder fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλιψ — κατάλιψ, ιφος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κατήλιψ … Dictionary of Greek
κατήλιφα — κατή̱λιφα , κατῆλιψ ladder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήλιφος — κατή̱λιφος , κατῆλιψ ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)